- Λοξίου
- Λοξίαςthe zodiacmasc gen sg (ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσικνούμαι — έομαι, Α 1. προσέρχομαι, φθάνω («δῆγμα δὲ λύπης οὐδὲν ἐφ ἧπαρ προσικνεῑται», Αισχύλ.) 2. φθάνω μέχρι... («τόξῳ γὰρ οὔτις πημάτων προσίξεται», Αισχύλ.) 3. πλησιάζω ως ικέτης («προσίζομαι μεσόμφαλον θ ἵδρυμα Λοξίου πέδον», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek